- ορόφινος
- ὀρόφινος, -ίνη, -ον (Α) [όροφος / οροφή]1. σκεπασμένος με καλαμένια στέγη2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρ < ο>φίνηκαλάμη μελίνης».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρόφιναι — ὀρόφινος roofed with reeds fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφίνας — ὀροφίνᾱς , ὀρόφινος roofed with reeds fem acc pl ὀροφίνᾱς , ὀρόφινος roofed with reeds fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)